Κρεπ

Κρεπ

Γενικός όρος για υφάσματα με χαρακτηριστική απροσδιόριστη κοκκώδη ή μος επιφάνεια, ελαστικά στην αφή. Οι ιδιότητες αυτές επιτυγχάνονται με ειδικές κρεπ υφάνσεις και με πολλές και διαφορετικές στρίψεις νημάτων, καθώς και με ένα ειδικό κρεπ φινίρισμα. Το όνομα προέρχεται από το λατινικό «crispus» (= κατσαρός).
Χρησιμοποιείται για γυναικεία φορέματα, παντελόνια και πουκάμισα.

Προβολή όλων των 6 αποτελεσμάτων